ετεροχρωματίνη — Χρωματίνη (σύμπλοκο DNA ιστονών), η οποία εμφανίζει υψηλό βαθμό συμπύκνωσης, σε αντίθεση με την ευχρωματίνη. Η ε. χρωματίζεται πιο έντονα από την ευχρωματίνη στα διάφορα στάδια του κυτταρικού κύκλου και αντιπροσωπεύει το τμήμα του γενετικού… … Dictionary of Greek
διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek